- συνάχι
- τοείδος αρρώστιας των αναπνευστικών οργάνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… … Dictionary of Greek
συναγχικός — ή, όν Α [συνάγχη] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από συναχι, συναχωμένος 2. αυτός που αναφέρεται στο συνάχι … Dictionary of Greek
συναχώνομαι — Ν [συνάχι] προσβάλλομαι από συνάχι … Dictionary of Greek
αγευσία — Η ελάττωση της αίσθησης της γεύσης, που μπορεί να είναι συγγενής ή επίκτητη. Στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται σε βλάβη των γευστικών νεύρων ή σε βλάβη της όσφρησης. Η α. είναι συχνά μερική, πολλές φορές όμως και ολοκληρωτική. Την α. προκαλούν… … Dictionary of Greek
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
κατάρροια — κατάρροια, ἡ (Α) 1. η ροή προς τα κάτω 2. το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά ρροια, παλί ρροια] … Dictionary of Greek
κατάρρους — ουν (AM κατάρρους, ουν και κατάρροος, οον) [καταρρέω] το αρσ. ως ουσ. ο κατάρρους η καταρροή, το συνάχι μσν. αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω ορμητικά («κατάρρους Νεῑλος», Φιλόστρ.) 2. γεμάτος από χειμάρρους αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάρρους,… … Dictionary of Greek
καταρροή — η (Α καταρροή) [καταρρέω] νεοελλ. η φλεγμονή τού βλεννογόνου τής μύτης, συνάχι αρχ. η προς τα κάτω ροή … Dictionary of Greek
κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… … Dictionary of Greek
κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] … Dictionary of Greek